ἀγγέλλομαι

ἀγγέλλομαι
ἀγγέλλω
bear a message
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατεπαγγέλλομαι — (Α) 1. υπόσχομαι πολλά ή υπερβολικά ή αναλαμβάνω υποχρεώσεις, δίνω μεγάλες υποσχέσεις («τὸ παρὸν λυμαινόμενος, τὸ δὲ μέλλον κατεπαγγελλόμενος», Αισχίν.) 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κάτι («οὗτος ὀρθῶς κατεπαγγελλόμενος τῇ φιλίᾳ τὴν πολιτείαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”